Είμαι γέρος πια και κρατιέμαι μακριά από τα γεγονότα, μα από το ερημητήριο μου παρακολουθώ τι γίνεται στον κόσμο…
Μας κυβερνάει σήμερα μια πολυπληθής συμμορία ανθρώπων, που έκανε λεφτά στον πόλεμο. Οι μιλιταριστές αυτοί και οι αντιδραστικοί αποθρασύνονται μέρα με τη μέρα κι όλο πιο επίμονα εφαρμόζουν τα σχέδιά τους.
Όμως τώρα υπάρχει μια ελπίδα, ότι η κατάσταση θα καλυτερέψει.
Περισσότερα: Ρωσία, η χώρα όπου πραγματοποιείται και το απίθανο
Στη εξαιρετική συναυλία του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Π.Ε. Ιωαννίνων στο Αρχοντικό Πυρσινέλλα, απαγγέλθηκε το ποίημα της Κενυάτισας ποιήτριας Ουαρσάν Σάιρ. Με καθαρό και συγχρόνως απελπιστικό λόγο, περιγράφει το δράμα της προσφυγιάς. Το ποίημα αυτό διαβάστηκε χθες στην εκδήλωση, μαζί με άλλα. Όταν ανέβη στο διαδίκτυο το βίντεο της εκδήλωσης θα το δημοσιεύσουμε.
…Μόλις τ’ άκουσες, γύρισες και κοίταξες τη φωτογραφία τού πατέρα μου. Του αγαπημένου σου Αντρέα. Τσαγκάρης αυτός, παραδουλεύτρα σε πλουσιόσπιτα εσύ, κουτσά-στραβά έβγαινε το μεροδούλι-μεροφάι. Τι τού ’ρθε να φύγει στα βαπόρια…; 21 Απρίλη 1967 ήταν, κι ούτε(!) που μ’ αποχαιρέτησε. Από σένα τό ’μαθα, γυρνώντας απ’ το σχολειό. Θυμό που του είχα! Ενώ εσύ μάνα, όλο άναβες το καντήλι να τον έχει ο Άι-Νικόλας γερό.
Μακρύ το ταξίδι της ζωής και μαζί τόσο μικρό, αναλογίστηκα σαν ήρθε η ώρα της αναδρομής.
Πόσα είδα και πόσα θα ήθελα να δω μα δεν τα συνάντησα ποτέ!
Κι είδα ανθρώπους να γελάνε ανοίγοντας απλώς το στόμα και δείχνοντας τα δόντια τους. Σπάραζε η ψυχή τους και η δική μου που έβλεπε το μαρτύριό τους.
Κι είδα ανθρώπους ψεύτες και μοχθηρούς, που τους φοβούνταν ακόμη και τα φίδια, να συναναστρέφονται με ανθρώπους σερνόμενοι σε πατώματα, σοκάκια, δρόμους και γυαλισμένους διαδρόμους.