«Σαν έρθει η ώρα, η μεγάλη, η άγια, όλοι θα το καταλάβουν αφού ψηλότεροι θα έχουν γίνει και δυνατοί όσο ποτέ θα έχουν νιώσει»
Ήταν πρωί, θαρρώ φθινόπωρο γιατί μετά ήρθε ο χειμώνας και παρέμεινε.
Ήταν οι ίδιοι που είχαν ξανάρθει, κρατώντας λάβαρα, σημαίες και δώρα πολλά, τότε, κραδαίνοντας σπαθιά και γιαταγάνια τούτη τη φορά.
Η πόρτα βρόντηξε τα μεσάνυχτα.
-Εν ονόματι του νόμου, ακούστηκε βαριά η φωνή του χωροφύλακα. Εν ονόματι του νόμου ανοίξτε την πόρτα. Ο κύριος εισαγγελέας μας συνοδεύει!
Ο παππούς συνοφρυώθηκε και φάνηκε σαν κάτι να σκέφτεται.
– Μπα! Τέτοια τιμή! Να μας στείλουν και εισαγγελέα, μονολόγησε. Και μετά σου λέει πως τίποτα δεν έχει αλλάξει!
«Τις φορές, που ο δεμένος πετάχτηκε απάνου,
με τα δόντια να κόψει του ξένου τυράννου
το λυτάρι, δεμένος βρισκότανε πάλι.
Τονε δένανε τρίδιπλα οι ντόπιοι μεγάλοι»
Συνηθίσαμε τόσο τούτα τα λουριά πάνω μας
που βήμα να κάνουμε δίχως αυτά δεν μπορούμε.
Πώς να ψιθυρίσεις ένα λόγο αληθινό μέσα από φίμωτρο;
Πώς να ξεφύγεις απ’ τη σκιά σου με τόσες πέτρες δεμένες πάνω σου;