ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΡΑΦΤΗΣ (1912-1946)
ΣΕ ΜΙΑ ΡΕΜΑΤΙΑ της Σίφνου, το καλοκαίρι του 1937, δυο σύντροφοι — φίλοι και συντοπίτες— ετοιμάζονται να βάλουν μπουγάδα.
Ο ένας —με τα ματογιάλια, κανονικό ανάστημα και σώμα γεμάτο— μάζεψε αγκάθια και ξερά ξύλα από γύρα, άναψε φωτιά δίπλα στον όχτο,
έστησε δυο πέτρες απ’ τις πάντες, απίθωσε απάνω ένα τενεκέ για καζάνι.
Ο άλλος σ’ αυτό το διάστημα στεκόταν με τα χέρια στη μέση και κοίταζε αδιάφορα τις πλαγιές, τις ράχες.
Είναι ψηλός κι αδύνατος, πλατυπρόσωπος και μαυριδερός ―σταράτος.
Έχει μέτωπο πλατύ, εξογκωμένο στις πάντες, το στήθος βαθουλό, τις πλάτες λίγο γυρτές μπροστά,
μα δεν μπορείς να τον πεις ούτε καμπούρη, ούτε ορθόκορμο.
Το παρουσιαστικό του αφρόντιστο, το ύφος του ανέμελο,
το βλέμμα του ρεμβαστικό, αφηρημένο. Σου δημιουργεί την εντύπωση πως είναι χαρακτήρας αδύνατος, ντελικάτος.
Ίσως και να έλεγες: Δύσκολα θα τα βγάλει πέρα με τις μπόρες!
— Λεωνίδα. Τι σκέφτεσαι; Δε θά πλύνεις; Έσκυψε ανόρεχτα, έβγαλε το σεντόνι απ' το νερό, το άπλωσε πάνω σ’ ένα ίσιο βράχο, το σαπούνισε απ’ τη μια πάντα κι’ άρχισε να το τρίβει.
Μα δεν πέρασε ένα λεφτό και, σα να βαρέθηκε ή σα να θυμήθηκε κάτι, το απαράτησε κι ανασηκώθηκε.
— Ξέρεις τι σκέφτομαι, Βασίλη; Οι γυναίκες μας είναι ηρωίδες.
— Από που το βγάζεις; Απ’ το πλύσιμο;
— Απ’ όλη τη ζωή τους. Δουλεύουν τη μέρα στο χωράφι, πότε μ’ ένα παιδί στη ράχη, πότε μ’ ένα άλλο στην κοιλιά.
Γυρίζουν τη νύχτα στο σπίτι να ζυμώσουν, να μαγειρέψουν, να σκουπίσουν, να πλύνουν.
Αν εμείς θα λευτερωθούμε μια φορά, αυτές δέκα και παραπάνω
Στο διάσελο βγήκε κάποιος κι έβαλε τις φωνές:
― Βασίλη! Λεωνίδα! Μαζεύτε τα κι έλάτε γρήγορα. Ειδοποίησαν.
Φεύγετε για την Ακροναυπλία.
***
Ο ΛΕΩΝΙΔΑΣ ο Ράφτης γεννήθηκε το 1912 στό Πωγώνι της Ηπείρου, σε μια περιοχή με λίγο χώμα ―γλίνα και στουρνάρι
— με αμέτρητες ράχες, πλαγιές, διάσελα και ρεματιές, βαθιά γούπατα και μικρές, πού και που, κοιλάδες, με βουνά παντού, ως εκεί που φτάνει το μάτι τ’ ανθρώπου,
βουνά γυμνά, απότομα, άγρια, κόσμος σκληρός, βασανισμένος και περήφανος μαζί.
Η φτώχια της γης ―πλούσια δέν ήταν, πιο φτωχιά την έκανε το καθεστώς
— διώχνει τα παιδιά της.
Άλλοι γίνονται χτιστάδες, άλλοι γανωτζίδες, άλλοι φουρναραίοι
—όταν γεννιέται το παιδί, λένε οι θρύλοι, το πατάει ο πατέρας στο κεφάλι και του εύχεται: «Και κουλουρτζής στην Πόλη!»
— κι’ άλλοι ταξιδεύουν χρόνια, μια ολάκερη ζωή, στα ξένα για το πικρό ψωμί...
Τη μισή μέρα στο σχολειό, την άλλη μισή στα χωράφια, με κόπο και ιδρώτα και το ψωμί και τα γράμματα,
και σαν τέλειωσε το Γυμνάσιο πήρε το δρόμο των νέων, που, αντί λεφτά στην τσέπη, έχουν στην ψυχή τους όνειρα.
Ύστερα από αναζητήσεις και περιπλανήσεις, πίκρες κι απογοητεύσεις —απ’ το χωριό έλπιζε να βρει στη Θεσσαλονίκη κάποια γραφική δουλιά
— καταστάλαξε σ’ ένα φούρνο. Κάθε βράδυ έκοβε ξύλα, κουβαλούσε νερό με τους τενεκέδες απ’ τη βρύση, έπλενε τις σκάφες και αργότερα, σαν… έμαθε την τέχνη, ζύμωνε, φούρνιζε, ξεφούρνιζε.
Και για τον κόπο του έτρωγε ψωμί και κοιμόταν στο σπίτι τ’ αφεντικού σε μια σοφίτα. Ξάπλωνε τα μεσάνυχτα, κοιμόταν πεθαμένος απ’ την κούραση και ξυπνούσε πρωί-πρωί, να ετοιμάσει τα μαθήματα για τη Νομική Σχολή.
Η σκληρή δουλιά κι οι φτωχοί συμπατριώτες του, απ’ τη μια μεριά, απ’ την άλλη η δίψα της νεολαίας για καινούργια ιδανικά, καινούργιους δρόμους, καινούργιους κόσμους, ο αγέρας του Πανεπιστημίου τον έβαλαν στο δρόμο τού αγώνα.
Δούλεψε κάμποσο στους φοιτητές, και το 1934 έγινε μέλος του ΚΚΕ.
Στα τρία χρόνια που ακολούθησαν, οι δυο αντίθετοι κόσμοι, η πρόοδος και η πισωδρόμηση, συγκέντρωναν δυνάμεις για μια αποφασιστική αναμέτρηση.
Ο Λ. Ράφτης, όσο ήρεμος και αδιάφορος έδειχνε στις κάλμες, τόσο παληκάρι ήταν στη μάχη.
Στις συγκρούσεις με τα ΕΕΕ, με την Αστυνομία και τα άλλα φασιστικά παρακλάδια πάλαιβε στην πρώτη γραμμή,
και στις κρίσιμες στιγμές, όταν ο κίνδυνος ορθωνόταν απειλητικός,
έλεγε πάντοτε, σαν επωδό χαμογελώντας και ξύνοντας το κούτελο:
«Ένας παληκαρίσιος θάνατος είναι προτιμότερος από μια συνθηκολόγηση με τη βαρβαρότητα».
Στα 1936 νίκησε ο φασισμός και γέμισαν οι φυλακές και τα ξερονήσια κομμουνιστές, δημοκράτες, τίμιους ανθρώπους.
Μαζί με τις χιλιάδες πιάστηκε κι’ ο Ράφτης στα Ι937.
Πέντε χρόνια και κάτι έβγαλε στην Ακροναυπλία.
Απ’ τους πιο φτωχούς κρατούμενους. Ούτε μια επιταγή, ούτε μια οποιαδήποτε ενίσχυση δεν πήρε απ’ όξω.
Κι όταν κάποτε ένας σύντροφος τον πείραξε: «Σε φωνάζουν στο επισκεπτήριο, έχεις δέμα»,
τ’ απάντησε ήρεμα χωρίς να κουνηθεί καθόλου απ’ το κρεβάτι:
«Πάρ’ το εσύ. Σου το χαρίζω». Πέρασε όλες τις στερήσεις της φυλακής στωϊκότατα.
Ποτέ δεν παραπονέθηκε, ποτέ δεν γκρίνιαξε.
***
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ φασισμός παράδοσε το Ράφτη
κι’ όλους τους κομμουνιστές —τους… εχθρούς τής Ελλάδας—
στους Ιταλο-Γερμανούς καταχτητές, που ήταν… φίλοι της Ελλάδας.
Το 1942 τον μετέφεραν μαζί με άλλους στην Κατούνα της Βόνιτσας και από κει στο Λαζαρέτο της Κέρκυρας.
Το Ι943 —το Σεπτέμβρη— ύστερα απ’ τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, έφυγαν απ’ το Στρατόπεδο και πέρασαν στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Στη Συνδιάσκεψη της Περιφερειακής Επιτροπής του Πωγωνιού βγήκε μέλος της ΠΕ και Γραμματέας της.
Όταν ανακοινώ0ηκε η εκλογή του, οι αντιπρόσωποι χειροκρότησαν μ’ ενθουσιασμό, δείχνοντας την εχτίμηση και τη χαρά τους, κι αυτός συγκινημένος, είπε:
— Σας ευχαριστώ, σύντροφοι. Θα δόσω ό,τι έχω για τη λευτεριά και την προκοπή του τόπου.
Δε θα προδόσω την εμπιστοσύνη σας…κι αν χρειαστεί…να είστε σίγουροι…
Έφυγαν οι Ιταλοί, έφυγαν οι Γερμανοί κι ήρθαν οι Εγγλέζοι και το μεταβαρκιζιανό καθεστώς.
Η τιμή, η περιουσία και η ζωή του λαού βρίσκονται τώρα στα χέρια των εθνοπροδοτών,
των συνεργατών του καταχτητή, κάθε λογής καθαρμάτων.
Η κατάσταση στην ύπαιθρο είναι χειρότερη από κείνη της κατοχής.
Αρπάζουν, καίνε, δέρνουν, κουρεύουν, ατιμάζουν, βασανίζουν, δολοφονούν, κρεμούν…
Ο Λεωνίδας ο Ράφτης με μια ομάδα καταδιωκομένων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης πέρασαν στην παρανομία κι έπιασαν το βουνό.
Η κατάσταση χειροτέρευε συνέχεια. Ο λαός υπόφερνε τα πάνδεινα, και η ομάδα, για να υπερασπίσει τον εαυτό της και τον αγροτικό πληθυσμό, πήρε τα όπλα.
Όμως τώρα οι συνθήκες είχαν αλλάξει, ήταν πολύ πιο δύσκολες.
Οι εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις στα χωριά και τις μικρές πόλεις είχαν χτυπηθεί.
Η τρομοκρατία οργίαζε. Η ομάδα καταδιώχτηκε από πολύ υπέρτερες δυνάμεις και σε μια σύγκρουση διαλύθηκε.
Μερικοί σκοτώθηκαν, άλλοι τραυματίστηκαν, μέσα σ’ αυτούς και ο Λεωνίδας Ράφτης.
***
ΣΤΙΣ 7 του Αυγούστου 1946 τον πέρασαν από Στρατοδικείο στα Γιάννενα.
Μέσα στην αποπνιχτική ατμόσφαιρα της τρομοκρατίας, του φόβου, των διωγμών, ακούστηκε περήφανη, λεβέντικη η φωνή του.
Κείνο τον καιρό το Κόμμα και οι άλλες εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις των Γιαννίνων, και πιο πολύ των άλλων μικρών πόλεων τής Ηπείρου, είχαν χτυπηθεί θανάσιμα,
πέρασαν στην παρανομία και δούλευαν, στο βαθμό που δούλευαν, παράνομα.
Η πολιτική ζωή της χώρας έκανε μια απότομη στροφή.
Ο κόσμος, απαλλαγμένος από αυταπάτες, καταλάβαινε με το αγωνιστικό του ένστιχτο, με τη λογική του, πως ο αγώνας έπαιρνε όχι καλό δρόμο.
Οι κατακτήσεις, οι θυσίες, το αίμα πατήθηκαν βάναυσα και η απογοήτευση και η πίκρα κάθονταν βαριά ταφόπετρα στα στήθη τού λαού.
Ο Λεωνίδας ο Ράφτης, για κείνη την περίοδο, ήταν ο πρώτος που, έχοντας καθαρή συναίσθηση τι τον περιμένει,
έβαλε το κορμί του πρόχωμα στη λυσσασμένη επίθεση της άντίδρασης,
δίνοντας έτσι στους άλλους το παράδειγμα της παληκαριάς και της αυτοθυσίας.
Ήταν από τους πρώτους που υπεράσπισε με τη ζωή του θαρραλέα μπροστά στο έκτακτο στρατοδικείο της εποχής εκείνης περήφανα το Κόμμα:
τη γραμμή του, την πολιτική του, την ιστορία του.
Ο κόσμος αγόραζε, στα κρυφά σχεδόν, την εφημερίδα του ΕΑΜ, τον «Αγωνιστή» —έβγαινε ακόμα— πήγαινε στο σπίτι του, έσκυβε από πάνω, διάβαζε κι αντλούσε δύναμη…
Η απολογία του πέταξε από στόμα σε στόμα, από σπίτι σε σπίτι, από γειτονιά σε γειτονιά, απ’ την πόλη στα χωριά,
έκανε το γύρο πολλές φορές κι έγινε θρύλος, έγινε προσκλητήριο πάλης, αναβάφτισμα ηρωϊσμού και πίστης.
Ο Λ. Ράφτης έγινε σύμβολο, που βοήθησε το λαό της Ηπείρου να περάσει με περισσότερη αντοχή τις μέρες της σκληρής δοκιμασίας.
Στην απομόνωση, στο θάλαμο της αναμονής του θανάτου, έμεινε, ύστερα απ’ την καταδίκη του, πέντε μερόνυχτα.
Άλλοι φυλακισμένοι, που έτυχε να ζυγώσουν στο παραθυράκι, μολόγησαν αργότερα, πως ήταν απόλυτα ήσυχος.
Ούτε νευρικός επαναστατισμός, ούτε απελπισία.
Έκανε μικρές βόλτες ή καθόταν σ’ ένα παλιό, εγκατελειμένο στρώμα ήρεμος και στωϊκός, όπως ήταν σ’ όλη τη ζωή του.
Οι αρχές, ύστερα από την ηρωϊκή του στάση στο δικαστήριο, καταλάβαιναν πόσο είχαν να κερδίσουν, αν τον λύγιζαν.
Γι’ αυτό δεν τον τουφέκισαν αμέσως. Έπεσαν όλοι απάνω του, ιδιαίτερα ο Δεσπότης…
Μ’ αυτός στάθηκε βράχος.
***
14 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1946. Ώρα 5 το πρωί. Αρχίζει μια καινούργια, ζεστή, γλυκιά μέρα.
Τα ζουζούνια, τα πουλιά, τα ζώα βγήκαν να χαρούν τη ζωή.
Στο θερισμένο κάμπο ακούγονται τσοκάνια από yελάδια.
Στην αντικρυνή πλαγιά ένα κοπάδι πρόβατα ανεβαίνει αργά, βόσκωντας και λαλώντας τα κουδούνια του.
Οι αγρότες με την πρωϊνή δροσιά τραβούν για τις δουλιές τους.
Στο Αυγό, όξω απ’ τα Γιάννενα, σταμάτησαν δυο αυτοκίνητα.
Βγήκε από μέσα το εκτελεστικό απόσπασμα.
Έβγαλαν και το Λεωνίδα.
Ένας άνθρωπος της Μητρόπολης ζύγωσε κι’ έκανε την τελευταία προσπάθεια. —
Λεωνίδα.
Είναι κρίμα κι’ άδικο… Μια απλή αποκήρυξη… Έστω μια δήλωση πως δε θ’ ανακατεύεσαι…
Έφερε το βλέμμα ένα γύρο.
Μπροστά, πίσω απ’ τα πρώτα βουνά, είναι το Κακοσούλι, το Ζάλογγο…
Απ’ τα βάθη του χρόνου σα να φτάνει ως εδώ το βοητό τ’ αγέρα,
το μούγκρισμα τ’ Αχέροντα, ο αχός του τραγουδιού
«Έχετε γεια, βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες…»
Πάνω απ’ το Μπιζάνι πρόβαλαν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου κι’ έβαψαν τριανταφυλί το Μυτσικέλι.
Σε μια αμασχάλη απλώνει σχεδόν ολότελα έρημο το χωριό Λυγγιάδες.
Οι Γερμανοί είχαν σφάξει τον πληθυσμό απ’ τα μωρά της κούνιας, ως τους γέρους…
Και πιο πέρα, κι ολόγυρα, «βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες…», η Ήπειρος, η Πατρίδα.
Ανασταίνεται μια ηρωϊκή εποχή κι’ ακούγεται από παντού το Ελασίτικο ντουφέκι,
κι’ ακούγεται από παντού, από χωριά και πολιτείες, βουνά και κάμπους, το τραγούδι του λαού,
που πολεμάει και τραγουδάει.
Και σε κάθε κορφή, και σε κάθε διάσελο, και σε κάθε δίστρατο ή πέρασμα,
σ’ όλα τα μετερίζια.
Κάποιος φυλάει φρουρά…
***
ΕΚΑΝΕ μια κίνηση, δείχνοντας ολόγυρα με το χέρι.
― Χωρίς θυσίες, — αποκρίθηκε,— δε θα υπήρχε λευτεριά, πρόοδος…
Ο άνθρωπος διαβάτης είναι. Σήμερα-αύριο θα πεθάνει.
Η ζωή του έχει αξία όταν γίνεται σκαλοπάτι για τις ερχόμενrς γενιές…
Πήγαν να του δέσουν τα μάτια.
— Όχι. Θέλω να βλέπω τη ζωή ως την τελευταία στιγμούλα.
Άλλωστε, τι αγωνιστής θα ήμουν αν φοβόμουν το θάνατο.
ΣΕ ΚΕΙΝΟ το μέρος, εκεί στο Αυγό, όξω απ’ τα Γιάννενα,
όταν λευτερωθεί ο τόπος από κάθε σκλαβιά,
θα στήσει ο λαός ένα μνημείο και θα γράψει τούτα τα απλά λόγια:
Εδώ κοιμάται ένας ήρωας.
ΚΩΣΤΑΣ ΜΠΟΣΗΣ
"Να τους δώσουμε να καταλάβουν πως ο σοσιαλισμός είναι δύσκολο πράμα
ακριβώς γιατί είναι μεγάλο πράμα.
Δε φτάνει να πάρεις την εξουσία.
Χρειάζεται να ζυμώσεις ξανά τον άνθρωπο που τον έπλασαν οι αιώνες,
και να φτιάξεις απ’ την αρχή, καινούργιο…
πηγη ...Κώστας Πουρναράς (Μπόσης)
ο αγωνιστής, ο συγγραφέας, ο άνθρωπος...