Υπόθεση εργασίας.
Είναι κοινός τόπος σε όλους τους έλληνες ότι οι Πελοποννήσιοι - όσοι δηλ. κατοικούν "κάτω απ’ το αυλάκι" - είναι κακοί άνθρωποι, ανέντιμοι, μοχθηροί … Ακόμα και στους ίδιους τους Πελοποννήσιους. Χειρότεροι δε όλων οι Πατρινοί, οι Πυργιώτες και οι Καλαματιανοί. Πώς όμως προέκυψε αυτή η αντίληψη; Γιατί αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά συλλήβδην σε ανθρώπους με μοναδικό κριτήριο την καταγωγή; Σίγουρα όλοι έχουμε γνωρίσει και συνδεθεί με ανθρώπους που κατάγονται από αυτές τις περιοχές και έχουμε τις καλύτερες των εντυπώσεων. Επίσης έχουμε γνωρίσει άλλους, με τα πιο πάνω χαρακτηριστικά, που προέρχονται από άλλες περιοχές. Ποιος είναι λοιπόν ο λόγος που επικράτησε αυτή η άποψη;
Πριν προχωρήσουμε στην αναζήτηση ας δούμε κάποιους ορισμούς, που θα μας βοηθήσουν.
Προπαγάνδα: η συστηματική απόπειρα διάδοσης ιδεών, αντιλήψεων ή απόψεων στον θρησκευτικό, πολιτικό, ιδεολογικό ή άλλο τομέα, που έχει σκοπό να επηρεάσει την κοινή γνώμη και να την διαμορφώσει κατάλληλα, μέσω της μεροληπτικής, στρεβλής ή ελλιπούς μετάδοσης πληροφοριών και της παραπληροφόρησης.
Συλλογική μνήμη: Τον όρο συλλογική μνήμη επινόησε ο Γάλλος κοινωνιολόγος Maurice Halbawchs κατά τον μεσοπόλεμο (1929) και υποστήριξε ότι κατ’ ουσίαν δεν υπάρχει ατομική μνήμη αλλά μόνο κοινωνική. Τα άτομα μαθαίνουν να θυμούνται αυτά που θυμάται η κοινωνική ομάδα που ανήκουν. Θυμόμαστε αυτό που θυμάται η οικογένειά μας –η οικογένεια αποτελεί ένα «φυσικοποιημένο» αγωγό μνήμης μέσα από τον οποίο περνούν από γενιά σε γενιά κάποιες εμπειρίες. Αυτό θα μπορούσε να επεκταθεί και σε άλλες συλλογικότητες όπως η κοινωνική ή επαγγελματική ομάδα, η εθνοτική ή εθνική κοινωνία, η τοπική κοινωνία ή ακόμη και ο αθλητικός σύλλογος στην συλλογική μνήμη των οποίων συμμετέχουμε ως μέλη τους ακόμη και αν δεν έχουμε άμεση εμπειρία του πράγματος.
Ιστορική μνήμη: Ο όρος 'ιστορική μνήμη' χρησιμοποιείται εκτενέστατα και συχνά καταχρηστικά για να περιγράψει κυρίαρχες αντιλήψεις στη συνείδηση μιας κοινωνίας για την ιστορική πορεία ενός τόπου, ενός έθνους, ενός λαού.
Ποιος και πώς ορίζει την ιστορική μνήμη;
Για τους περισσότερους κοινωνικούς επιστήμονες, και ιδιαίτερα για τους ιστορικούς, η έννοια της συλλογικής μνήμης έχει μικρή σχέση με την επιστήμη της ιστορίας. Η τελευταία βασίζεται στη συστηματική μελέτη ιστορικών τεκμηρίων και, παρά τις διαφορετικές οπτικές των ιστορικών, γίνεται επί τη βάση μιας αυστηρής, αντικειμενικής και κοινά αποδεκτής μεθοδολογίας. Η συλλογική μνήμη, από την άλλη, είναι πιο εύπλαστη και επηρεάζεται από απλουστευμένες μορφές ιστορικής αφήγησης, υποκειμενικές αναγνώσεις του παρελθόντος, μεγάλης εμβέλειας αναπαραστάσεις (π.χ. σε μουσεία, αρχαιολογικούς χώρους ή τα ΜΜΕ), κοινωνικά στερεότυπα, κτλ. Επίσης, ενώ η επιστημονική ιστορία τίθεται διαρκώς στην κρίση των ερευνητών, η συλλογική μνήμη λειτουργεί συχνά σε ένα ασφαλές περιβάλλον και διεκδικεί την αξία μιας αναντίρρητης 'αλήθειας'. Ως εκ τούτου, μπορεί εύκολα να γίνει αντικείμενο χειραγώγησης από κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες μέσα από την επίκληση θριάμβων και αδυναμιών του παρελθόντος.
Ας ξεκινήσουμε την προσπάθεια.
Πελοποννήσιοι είναι οι κάτοικοι της Πελοποννήσου. Αυτοί που κατοικούν στο νησί του Πέλοπα που φερόταν να είχε κατακτήσει όλη την περιοχή.
Στην ελληνική μυθολογία, ο Πέλοπας (Πέλοψ) ήταν βασιλιάς αρχικά στην Αχαΐα κι έπειτα στην Πίσα. Ήταν ο γιος του Τάνταλου και της Κλυτίας.
Ήρθε στην Ελλάδα και κέρδισε το βασίλειο της Πίσας από το βασιλιά Οινόμαο. Νυμφεύτηκε την Ιπποδάμεια, κόρη του Οινόμαου.
Όταν ήταν μικρός, ο πατέρας του τον έκοψε κομματάκια και τον σερβίρισε στους θεούς βάζοντας την παντογνωσία τους σε δοκιμή. Οι θεοί αντιλαμβανόμενοι την απάτη δεν δοκίμασαν το φαγητό αυτό. Μόνον η Δήμητρα αφηρημένη λόγω του πένθους της για την κόρη της (Περσεφόνη) έφαγε ένα κομματάκι. Ο Δίας είπε στον Ερμή να βάλει πάλι όλα τα τεμάχια στο καζάνι, έτσι ώστε η Κλωθώ να μπορέσει να τα ανασυγκροτήσει. Τον ώμο που έλειπε τον συμπλήρωσε βάζοντας ελεφαντόδοντο, γι αυτό και οι απόγονοι του Πέλοπα, οι Πελοπίδες, έχουν μια λευκή κηλίδα για αναγνωριστικό σημάδι.
Οι θεοί καταράστηκαν και τιμώρησαν τον Τάνταλο με αιώνια τιμωρία. Σύμφωνα με τον Όμηρο η επιβληθείσα θεία και αιώνια καταδίκη του ήταν η ακόλουθη: Αφού κεραυνοβολήθηκε από τον πατέρα των θεών Δία (=θανατώθηκε) κατήλθε στον Άδη όπου κατ΄ εντολή των θεών, διατηρουμένων των έμβιων αναγκών, τοποθετήθηκε σε λάκκο γεμάτο νερό κάτω ακριβώς από κλώνους δένδρων κατάφορτων με ποικίλους καρπούς (αφθονία). Πεινώντας όμως και διψώντας αφόρητα μόλις άπλωνε το χέρι του να κόψει καρπούς οι κλάδοι ανέρχονταν αμέσως σε μεγάλο ύψος, όταν δε έσκυβε να πιει νερό αυτό εξαφανιζόταν ή απομακρυνόταν από τα πόδια του.
Ο Πέλοπας κέρδισε τους αγώνες στην Πίσα με άδικο τρόπο, αφού είχε βάλει τον Μυρτίλο, τον ηνίοχο του βασιλιά Οινόμαου να βγάλει τη σφήνα από το άρμα του για να χάσει επίτηδες με αντάλλαγμα το μισό βασίλειο. Κατόπιν, όμως δεν έδωσε στον Μυρτίλο το μισό βασίλειο και τον πέταξε από ένα γκρεμό στη θάλασσα. Σύμφωνα με μία εκδοχή, το Μυρτώο Πέλαγος ονομάστηκε έτσι από τον Μυρτίλο. Πριν πεθάνει ο Μυρτίλος πρόλαβε να τον καταραστεί, αυτόν και τους απογόνους του.
Η παράδοση αναφέρει πως ο Πέλοπας είχε αποκτήσει απο άλλη γυναίκα τον Χρύσσιππο, τον οποίο σκότωσαν ο Θυέστης και ο Ατρέας (γιοι του Πέλοπα) απο ζηλοτυπία. Τότε εκείνος καταράστηκε τους 2 γιούς του να αλληλοσκοτωθούν στο μέλλον.
Ο Ατρέας κατέφυγε στις Μυκήνες και ανέλαβε καθήκοντα αντικαταστάτη στην αυλή του ανηψιού του του Ευρυσθέα που ήταν βασιλιάς και πολεμούσε τους Ηρακλείδες. Όταν ο Ευρυσθέας σκοτώθηκε στην μάχη, ο Ατρέας τον διαδέχτηκε και έγινε βασιλιάς.
Ο Ατρέας είχε υποσχεθεί να θυσιάσει το καλύτερό του αμνό στην θεά Άρτεμη. Έψαξε στα κοπάδια του, αλλά όταν ανακάλυψε ένα χρυσόμαλλο κριάρι, το έδωσε στην γυναίκα του την Αερόπη για να το κρύψει. Η γυναίκα του με την σειρά της το έδωσε στον αδερφό του Ατρέα, τον Θυέστη, με τον οποίο είχε σχέση. Ο Θυέστης την συμβούλεψε ότι όποιος κατέχει το κριάρι με το χρυσόμαλλο δέρας αξίζει να είναι και βασιλιάς. Ο Ατρέας, όταν το έμαθε, ζήτησε την βοήθεια του Ερμή, και με την βοήθεια του Δία κατάφερε να ξαναπάρει τον θρόνο και το χρυσόμαλλο κριάρι και να εξορίσει τον Θυέστη.