14 του Ιούλη. Βρισκόμαστε στην καρδιά του καλοκαιριού του 2013. Πριν λίγες μέρες σταμάτησαν οι απογευματινές καλοκαιρινές μπόρες. Δύσκολα κάθεσαι το βράδυ έξω χωρίς μπουφάν. Ήρθαν κάποιοι απόδημοι στα χωριά μας και χαίρεσαι να ακούς, κυρίως παιδικές φωνές, στα σοκάκια των μαχαλάδων.
Λίγη η κίνηση στα καταστήματα και η κατανάλωση ακόμη λιγότερη. Όλοι ανησυχoύν για το αύριο και τα «μαντάτα» που τους έρχονται, τους κάνουν να ανησυχούν ακόμη περισσότερο. Βλέπετε κατάφεραν οι άνθρωποι της εξουσίας να σπείρουν το φόβο, την ανασφάλεια και να εκμεταλλευτούν στο έπακρο την αλλοίωση των συνειδήσεων, που κατάφεραν να πετύχουν οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Οι πολιτικές συζητήσεις και αναλύσεις δίνουν και παίρνουν. Οι περισσότεροι κατηγορούν τις τελευταίες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ και αφήνουν να εννοηθεί ότι στις άλλες εκλογές θα πάρουν το …αίμα τους πίσω!! Λόγια. Παχιά λόγια. Όλοι κάνουν τους ειδικούς αλλά μένουν στις διαπιστώσεις. Αναφέρονται στην ανεργία, στα συσσίτια, στις περικοπές των μισθών και των συντάξεων, στο ζοφερό μέλλον της νέας γενιάς. Σπάνια ακούς κάποιον να αναφέρεται στα πραγματικά αίτια που μας έχουν οδηγήσει εδώ. Λίγοι θέλουν ή μπορούν να παραδεχτούν ότι η κύρια αιτία όλων αυτών των προβλημάτων, που υπάρχουν στην Ελλάδα, οφείλονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις απαιτήσεις των ντόπιων και ξένων μεγαλοεπιχειρηματιών.
Κάθομαι σκεφτικός και τους ακούω. Κατανοώ τις ανησυχίες τους. Με τρομάζουν οι γενικεύσεις μερικών και κυρίως οι φωνές που υπερασπίζονται ανοιχτά ή καλυμμένα τους νεοναζί. Κάποιος φαίνεται λίγο οξύθυμος. Ανεβάζει τον τόνο της φωνής του. Δείχνει να είναι ο πιο ενημερωμένος αλλά όλο και διαπιστώνει ότι δύσκολα τον καταλαβαίνουν. Αναφέρεται στα τελευταία γεγονότα. Τους λέει π.χ. για το κλείσιμο της «κρατικής τηλεόρασης» και αναφέρεται στα κέρδη και οφέλη που θα έχουν τα ιδιωτικά κανάλια. Τους προβληματίζει ρωτώντας τους τι γίνεται με τις διαφημίσεις, τους διεθνείς αγώνες, την ψηφιακή τηλεόραση και αν είναι πρέπον να κερδίζουν κάποιοι χρησιμοποιώντας την υλικοτεχνική υποδομή της δημόσιας τηλεόρασης. Αναφέρεται στις επικείμενες απολύσεις των δημοσίων υπαλλήλων, στο ότι η ΔΩΔΩΝΗ έχει απλήρωτους τους κτηνοτρόφους της περιοχής, κλπ. Απογοητεύεται. Σωριάζεται στην καρέκλα του. Ανάβει τσιγάρο και παραγγέλλει μια σειρά ποτά.
Η κουβέντα έχει ανάψει για τα καλά. Μια γιαγιά από το διπλανό τραπέζι έχει από ώρα στρέψει την προσοχή της στην παρέα που συζητά. Μόλις η εγγονή της απομακρύνεται από κοντά της με το ποδήλατο πλησιάζει και ζητά να καθίσει μαζί τους. Μένει για κάμποση ώρα σιωπηλή και κάποια στιγμή παίρνει το λόγο.
Διακριτικά στρέφει τη συζήτηση στα καθημερινά. Αναφέρεται στα προβλήματα του χωριού και ευγενικά τους εξηγεί ότι τα κόμματα που είναι σήμερα στην εξουσία εκμεταλλεύονται την αδράνεια των πολιτών και τις επιλογές μας στις εκλογές. Καλό είναι, τους είπε, η κριτική, οι συζητήσεις αλλά τι θα κάνουμε με τα μικρά ή μεγάλα καθημερινά προβλήματα του χωριού μας; Μήπως πρέπει να βρεθούμε, να οργανωθούμε, να αγωνιστούμε για να λυθούν;
Εξέφρασε την άποψη ότι οι τελευταίοι νόμοι που αφορούν την τοπική αυτοδιοίκηση αποδείχτηκαν καταστροφικοί. Ότι όσο και να προσπαθούν οι εκλεγμένοι άρχοντες δε θα καταφέρουν τίποτε αν δεν καταλάβουν ότι πρέπει να σταματήσουν να είναι οι τοπικοί εκτελεστικοί μηχανισμοί της κάθε κυβέρνησης. Τους είπε πολλά. Κάποιοι συμφωνούσαν μαζί της. Άλλοι διαφωνούσαν σιωπώντας. Τους ταρακούνησε.
Σηκώθηκε να φύγει και καληνύχτισε χαμογελώντας. Η πιο νεαρή της παρέας, που μέχρι τότε δεν είχε μιλήσει, ίσως για να την πειράξει, ευγενικά τη ρωτά τι εννοούσε όταν αναφερόταν στα καθημερινά προβλήματα του χωριού.
- Άκου κορίτσι μου, της λέει η γιαγιά ακουμπώντας στο μπαστούνι της. Ξέρεις ότι μένω στο Λυκοσκούφι (Μαχαλάς των Δολιανών). Αν θέλεις πάμε παρέα μέχρι το σπίτι μου. Είμαι σίγουρη ότι θα φοβηθείς. Σχεδόν όλα τα φώτα της ΔΕΗ, όλος ο φωτισμός της πλατείας μας είναι σβηστά. Οι δρόμοι του μαχαλά είναι θεοσκότεινοι εδώ και μέρες. Μπορεί οι τοπικοί σύμβουλοι να ενημέρωσαν τους αρμόδιους του Δήμου. Μπορεί ο προγραμματισμός από τις υπηρεσίες του Δήμου να κρατήσει καιρό. Μπορεί οι υπεύθυνοι να είναι αδιάφοροι. Εγώ και όλοι οι κάτοικοι του μαχαλά μας, όμως, γιατί να ταλαιπωρούμαστε; Το είπα σε μερικούς γείτονες. Συμφώνησαν. Αύριο θα κάνουμε «λαϊκή συνέλευση» στη γειτονιά μας. Θα επισκεφθούμε τους τοπικούς και τους δημοτικούς άρχοντες. Θα τους βάλουμε το πρόβλημα. Θα φωνάξουμε. Θα καταγγείλουμε. Θα διεκδικήσουμε.
Ανάβω τσιγάρο. Δεν ακούω πια τίποτε. Κοιτάζω πάνω από τον Αι-Λια των Κάτω Ραβενίων και χαζεύω με το καινούριο φεγγάρι. Ταξιδεύω με τη φαντασία μου στο σκοτεινό Λυκοσκούφι, στη βεράντα των Δολιανών. Φθάνω στα πλατάνια της πλατείας του. Φέρνω στο νου μου τα λόγια ενός από την παρέα που επέμενε λέγοντας ότι για όλα φταίει το μνημόνιο. Θυμάμαι τα λόγια της γιαγιάς. Θα ήθελα να τους πω: Αν τελικά η Δημοτική αρχή δεν διεκδικεί. Αν οι τοπικοί άρχοντες είναι αδιάφοροι ή ανίκανοι. Αν με τη δικαιολογία του μνημονίου, ότι τάχα δεν υπάρχουν λεφτά, μεγαλώνουν τα προβλήματα των χωριών μας τότε πρέπει να κάνουμε αυτό που πρότεινε η γιαγιά.
Δεν κατάλαβα αν σκεφτόμουν…φωναχτά! Τα λόγια ενός συγχωριανού μου με έφερε στην πραγματικότητα. Κακό το μνημόνιο, είπε. Αλλά αν τα φώτα είναι σβηστά επειδή δεν έχει ο Δήμος λεφτά να αγοράσει λάμπες τότε ας σκεφθούμε θετικά. Ας βρούμε ένα καλό που προκύπτει. Η ομορφιά του σκοταδιού. Η λάμψη του φεγγαριού. Ο ρομαντισμός!!