Τον είδα να τρέχει χέρι - χέρι με τη Ζωή.
Να σπρώχνει κατά τον ανήφορο με τον ώμο του την Ιστορία.
Τον είδα να λαχανιάζει και να βιάζεται.
Γιατί όλα τότε ήταν βιαστικά. Ολα.
Οι ώρες, οι σελίδες, οι στιγμές.
«Σήμερα νωρίς - αύριο θα 'ν' αργά».
Η Επανάσταση κοίταξε το παιδί της στα μάτια.
Ναι. Ηταν καιρός...
Το φώναξε κι η «Αβρόρα» απ' το ποτάμι.
Ηταν καιρός.
Θολός σιγόψελνε δίπλα της κι ο Νέβας.
Τον ακολούθησαν σιγοψέλνοντας και τα κανάλια.
Ηταν καιρός: Η Πόλη σώπαινε πνιγμένη στα σκότη.
Και μόνο το «Σμόλνυ» έφεγγε.
Μόνο το «Σμόλνυ» έφεγγε σαν φανάρι.
Για να δείξει στο Μέλλον να περάσει.
Μ.Λουντέμης
Τρία Κοκκίνα Γραμμάτα