[Για την ακρίβεια: Αμφιβάλλω, άρα υπάρχω.]
*Του Σιέρρα Απόστολου
Η εμβληματική αυτή φράση του Ρενέ Ντεκάρτ (1596-1650) – του Καρτέσιου όπως συνηθίζαμε να τον αποκαλούμε, ελληνοποιώντας το εκλατινισμένο όνομά του, όπως και άλλων ξένων – διατυπώθηκε τον 17ο αι. Σε μία άλλη συγκυρία, υπηρετώντας άλλες ανάγκες. Όταν δινόταν «μάχη» από τα πιο δυνατά μυαλά της εποχής, να αποδείξουν πως η γνώση είναι δυνατή. Πως ο ανθρώπινος νους δύναται να βρίσκει «ασφαλείς αλήθειες». Να αποδείξουν – και να δείξουν – την δύναμη της σκέψης· τη δύναμη του ορθού λόγου. Να αποδείξουν τα πάντα. Αμφιβάλλοντας. Αμφισβητώντας. Διερευνούσαν συστηματικά βεβαιότητες και στέριωναν με αυτόν τον τρόπο την εμπιστοσύνη στις δυνατότητες του ανθρώπινου μυαλού.
Ο αφορισμός αυτός του Γάλλου φιλοσόφου διατηρεί ακέραιη την αξία του και σήμερα, καθώς ενεργοποιεί τη σκέψη και την τροφοδοτεί με δημιουργικά ερεθίσματα. Αυτό άλλωστε είναι μία απόδειξη της δύναμης που κουβαλά ο λόγος κάποιου, όταν, δηλαδή, ξεπερνά την επικαιρότητα και την συγκεκριμένη αναγκαιότητα «γέννησής» του και γίνεται διαχρονικά επίκαιρος και χρήσιμος.
Σήμερα, με απορία μαζί και θλίψη, διαπιστώνει κανείς πως, σε πολλές περιστάσεις και αρκετά συχνά, παραιτούμαστε από το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα της σκέψης. Αναμασούμε εντυπωσιακά αποφθέγματα, συμπεράσματα της σκέψης άλλων. Αναπαράγουμε στερεότυπες αναλύσεις και επαναλαμβάνουμε το λεξιλόγιο και τα λεκτικά σχήματα «ιερατείων» με δουλικό τρόπο. Υιοθετούμε εύηχα συνθήματα – εθιζόμενοι σταδιακά στη συνθηματολογία – και αφήνουμε την διαλεκτική (σωκρατική, εγελιανή, μαρξιστική…) εξορισμένη μακριά μας, μια ιστορική ανάμνηση μόνο! Να υπογράφουμε, σαν άλλοι Φουκουγιάμα εμείς, το τέλος της διαλεκτικής σκέψης!
Μόλις πάει να διατυπωθεί μία «πρόταση», έχει κιόλας απορριφθεί! Τα επιτελεία των «ειδικών» φρόντισαν για αυτό. Και η δική τους ματιά, με έναν – σχεδόν – μαγικό τρόπο, υιοθετείται από τους πιστούς ακολούθους, ασκεπτί!
Όλοι θεωρούν τη δική τους άποψη, τη δική τους ανάλυση, τη δική τους προσέγγιση, την καλύτερη. Την άψογη πρόταση όπου δε χρειάζεται να αλλάξεις ούτε ένα κόμμα, να προσθέσεις ένα «και».
Παράλληλα, είναι αδύνατο να μην προσέξει κανείς τη συντονισμένη προσπάθεια από τα Μ.Μ.Ε. να ελέγξουν τον τρόπο σκέψης μας. Οι «επιθέσεις» που εξαπολύουν στο μυαλό μας έχουν στόχο να καταστήσουν τη σκέψη μας ανενεργή. Βομβαρδίζουν τον εγκέφαλό μας με ένα πλήθος – άχρηστων τις περισσότερες φορές – πληροφοριών, για μια επικαιρότητα «κομμένη και ραμμένη» στις επιδιώξεις και τις αξίες τους. Για παράδειγμα, είναι τυχαίο που κανένα ιδιωτικό «μέσο» δεν έκανε μία αναφορά για τον «Μάη του ‘68» στην Γαλλία και αλλού; (!). Το ότι στα προγράμματά τους επικρατεί ένας ευτελής και αγοραίος σεξισμός είναι «άνευ σημασίας» ή μήπως συνιστά απελευθέρωση;
Η κατάσταση αυτή προσομοιάζει – τραγικά – με αυτή που περιέγραψε προφητικά ο Τζωρτζ Όργουελ, στο έργο του με τον τίτλο «1984». Όπου το πιο βαρύ έγκλημα, που επισύρει την πιο βαριά τιμωρία είναι το «έγκλημα της σκέψης». Η «αστυνομία της σκέψης» είναι το μακρύ χέρι του «Μεγάλου Αδελφού», παντοδύναμη και κυρίαρχη παντού. Κατά έναν ανάλογο τρόπο, τα «μέσα» θεωρώντας τη σκέψη έγκλημα, λειτουργούν σήμερα σαν τα εντεταλμένα όργανα του συστήματος (του «Μεγάλου Αδελφού») που έχουν υποχρέωση και αποστολή να «σκοτώσουν» κάθε προϋπόθεση σκέψης! Να ακυρώσουν κάθε δυνατότητα λειτουργίας της. (3)
Μέσα σε αυτή την «οργουελική» πραγματικότητα υπάρχει διέξοδος; Υπάρχουν αναχώματα στην αλλοτρίωσή μας; Θεωρητικά ναι: οι δάσκαλοι, οι πνευματικοί άνθρωποι, το σχολείο. (Άλλωστε, σχεδόν πάντα και για κάθε τι δε λέμε πως είναι θέμα παιδείας;). Στην πράξη όμως τι γίνεται;
Εμείς οι δάσκαλοι των νέων πώς λειτουργούμε; Θεωρούμε σπουδαίο να είσαι δάσκαλος; Έχουμε εμπιστοσύνη στο έργο μας; Πιστεύουμε στη δύναμη του σχολείου και της παιδείας μας; Τι επιδιώξεις έχουμε στη δουλειά μας, από το λειτούργημά μας, από τους εαυτούς μας; Είμαστε ικανοποιημένοι αν διασφαλίσουμε τα 1000 ευρώ του μισθού μας; Θέλουμε να βελτιώσουμε τις συνθήκες μάθησης στο σημερινό, υπαρκτό σχολείο; Έχουμε στόχο να διαμορφώσουμε ελεύθερους πολίτες με αξιοπρέπεια και ιδανικά; Θέλουμε να ξεριζώσουμε τον «ραγιαδισμό», την υποτέλεια, το ρουσφέτι, τον φόβο στην κάθε εξουσία; Είναι, ίσως, προτιμότερο να αλλάξουμε πρώτα το πολιτικό σύστημα και αργότερα να ενδιαφερθούμε και για όλα αυτά;
Θέλουμε ο Σύλλογος διδασκόντων να αποφασίζει ουσιαστικά για την ζωή στο σχολείο; Τι συζητάμε στις θεσμοθετημένες ετήσιες συνεδριάσεις; Η «παπαγαλία» είναι μια πληγή στα σχολεία μας; Πώς την πολεμάμε; Συζητήθηκαν ποτέ στους Συλλόγους μας οι αλλαγές στο εξεταστικό, στα Γυμνάσια κύρια και στην Γ’ Λυκείου; Για τις Δημιουργικές Εργασίες (στην Α’ και Β’ Λυκείου) έγινε κάποια διεξοδική συζήτηση;
Γιατί απορρίπτουμε κάθε απόπειρα, κάθε πρόταση μεταρρύθμισης της μαθησιακής διαδικασίας στο Δημόσιο Σχολείο; Επειδή ίσως αποτελεί επιλογή μιας κυβερνητικής εξουσίας;
Μήπως γίναμε εχθροί του νέου, της αλλαγής;
Πολλά τα ερωτήματα. Δεν πρέπει όμως να μας φοβίζουν, αλλά να μας εμψυχώνουν σε μια πορεία ανάτασης της ζωής μας. Η διερεύνηση των πραγμάτων, η ανάλυση, η αμφιβολία, η αμφισβήτηση, η αυτοκριτική, η σύγκριση, ο στοχασμός πάνω στα «πώς» και στα «γιατί» των γεγονότων αποτελούν βασικούς άξονες της ύπαρξής μας. Αν θέλουμε να ζούμε συνειδητά και όχι τυχαία. Κύριοι της ζωής μας και όχι κοπάδι ανίδεων, φοβισμένων ακολούθων. Γιατί η απουσία της σκέψης οδηγεί στην ακύρωση της ύπαρξής μας.-
(1). Δεν μου διαφεύγει πως, ως εργαζόμενοι – αλλά και γενικότερα ως πολίτες αυτού του κράτους – αντιμετωπίζουμε και άλλα προβλήματα: ζωής και επιβίωσης, οδυνηρά. Αν, όμως, αφήσουμε το Δημόσιο Σχολείο, τον χώρο δουλειάς μας να καταρρεύσει, εμείς θα σωθούμε;
(2). Θεωρώ ότι η λύση – για όλα αυτά και για την παρακμή μας – είναι στα αριστερά. Αλλά και η Αριστερά οφείλει (για να συνεχίσει να υπάρχει) να βρει λύση σήμερα. Έτοιμες απαντήσεις/λύσεις δεν υπάρχουν. Η «αντιγραφή» είναι δείγμα ανωριμότητας/ανικανότητας και είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.
(3). Μια ανάγνωση και πάλι του «1984» είναι χρήσιμη και απελευθερωτική.
* [Ο Σιέρρας Απόστολος είναι φιλόλογος στο Γενικό Λύκειο Πλατυκάμπου]