Ο βαρύς χειμώνας σαν ένα άγριο θηρίο δείχνει απειλητικά τα δόντια του. Παγώνει τους τοίχους των σπιτιών, τα κορμιά, παγώνει τις ψυχές. Ο καπνός από τις ξυλόσομπες των φτωχών σκαρφαλώνει στις γκρίζες ταράτσες, μπλέκεται με τα σύννεφα, κρύβει όσο ουρανό απόμεινε, κάνει την ατμόσφαιρα πιο μουντή και τα πολύχρωμα φώτα των Χριστουγέννων θαμπά. Γδέρνει τα ρουθούνια καθώς τρυπώνει στις δαιδαλώδεις κρύπτες του νου, ανακαλύπτει τις θύμησες κι αρχίζει σκάβοντας να ξεθάβει παππούδες και γιαγιάδες δίπλα σ’ αναμμένα τζάκια, να σπάνε καρύδια ή να ψήνουν κάστανα και να διηγούνται ιστορίες από χρόνους δίσεχτους.
Η ψυχή του άνεργου δε γιορτάζει. Δεν έχει σπίτι μ’ αναμμένο τζάκι.
Δεν έχει γιαγιά και παππού ν’ απλώσουν τα γεμάτα με καλούδια χέρια τους και να διηγηθούν παλιές ιστορίες. Οι τσέπες της είναι άδειες από κέρματα και ηλιόλουστες μέρες και τα παπούτσια της τρύπησαν απ’ τα μακρινά ταξίδια της αναζήτησης. Τα πόδια της μάτωσαν καθώς περιπλανιέται μαυροντυμένη στους στολισμένους δρόμους σαν μια μικρή κινούμενη μαύρη κουκίδα, ανάμεσα στις χιλιάδες, πάνω στον καμβά της επίπλαστης χαράς. Στις φλέβες της χοχλάζει ένα χαρμάνι από αίμα κι οργή. Γίνεται χείμαρρος που παρασύρει τα «πρέπει» και πνίγει την «λόγω ημέρας» κενή αισιοδοξία. Κρύβει μέσα της γκρεμούς με κοφτερά βράχια που πάνω της κομματιάζονται οι λέξεις συμπόνιας και τα φιλικά χτυπήματα στην πλάτη. Είναι ηφαίστειο που σκεπάζει με τη στάχτη του τα γυαλιστερά χαμόγελα και τα λευκά καλοσιδερωμένα πουκάμισα της παρακμής, και λιώνει στη λάβα του τις κέρινες μούμιες της «φιλανθρωπίας». Κλείνει τ’ αυτιά της στους χαρμόσυνους ύμνους και τα μηνύματα «αγάπης» των αρχόντων που δονούν τα μεγάφωνα της εικονικής πραγματικότητας. Σκύβει για ν’ ακούσει την σάπια ανάσα του κολασμένου, που μυρίζει απόγνωση, και ακουμπάει στη μυρωδιά της. Δεν την μαγεύουν τα πολύχρωμα λαμπιόνια στα δέντρα και οι Σειρήνες στις βιτρίνες των καταστημάτων. Το βλέμμα της πέφτει στις άκρες των βρώμικων πεζοδρομίων, στ’ απλωμένα χέρια των φτωχοδιάβολων που εκλιπαρούν για μια φέτα γιορτινό ψωμί, μισό τσιγάρο ή δυο γουλιές θάνατο. Γονατίζει και τα φιλάει, τα σφίγγει στα δικά της αφήνοντας στις παγωμένες χούφτες τους δυο ζεστές σφαίρες ελπίδας. Όλα τα φώτα της πόλης δεν φτάνουν για να τη φωτίσουν. Θα παραμένει σκοτεινή σαν τα βαθιά νερά του Αχέροντα μέχρι οι χιλιάδες μαύρες κουκίδες να γίνουν ποτάμια φωτιάς και να κάψουν τα ξύλινα τείχη της στωικότητας και στις φλόγες τους να λάμψει η εκδίκηση των δικών της Χριστουγέννων.
πηγη.οικοδομος