Φίλε (αν μου επιτρέπεις την προσφώνηση και τρόπος του λέγειν, δηλαδή), εσύ που λες ότι δεν είσαι φασίστας, ότι δεν είσαι ναζί, ότι θες να απαλλαγείς από όσους έφεραν εσένα και τον τόπο μας σε αυτό το χαλί, ότι αγαπάς την πατρίδα και ότι για να τιμωρήσεις όσους την κατάντησαν έτσι «θα πας με τη Χρυσή Αυγή», οι διαφορές που μας χωρίζουν είναι αγεφύρωτες. Ιδεολογικά, πολιτικά και αισθητικά, η απόσταση μεταξύ μας είναι άβυσσος.
Μιλούν για «άκρα». Ποιοί αλήθεια; Μα αυτοί που κάθε τρεις και λίγο συλλαμβάνονται επ” αυτοφώρω ως εκπρόσωποι της ακραίας βαρβαρότητας. Και ταυτόχρονα της ακραίας πολιτικής χυδαιότητας και της αχανούς ιστορικής αφασίας. Οι εν λόγω κατήγοροι των «άκρων» δεν είναι παρά τυπικοί εκπρόσωποι του «θηλασμού» εκείνου του άκρου που υποτίθεται καταγγέλλουν.
- Πρετεντέρη, τους ακτιβιστές που διαμαρτυρήθηκαν στο γραφείο του Βαρβιτσιώτη τους συνέλαβαν.
Τους βομβιστές δεν απορείς γιατί δεν τους πιάσαν;
- Εγώ έφταιγα. Δεν θα ξαναβγώ βόλτα με τη βάρκα Γενάρη μήνα, κύριε Πρετεντέρη μου.
Έτσι έλεγε ένα από τα αγαπημένα συνθήματα των «αγανακτισμένων» στην πλατεία Συντάγματος. Δεν ξέρουμε αν το copyright του συνθήματος το έχει ο ΣΥΡΙΖΑ ή άλλοι με τους οποίους σφιχταγκαλιάζονταν στις πλατείες. Μικρή σημασία έχει, αφού το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ έχει κάνει το παν για να πιστωθεί για την πάρτη του τη ρητορική περί Αργεντινής. Πλασάρει, εξίσου, τόσο ότι η λύση για το λαό είναι απλά η εναλλαγή στην κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού (ακόμα και αν αυτή γίνει με ελικόπτερο) όσο και ότι το μοντέλο διαχείρισης του καπιταλισμού που ακολούθησε η κυβέρνηση ήταν φιλολαϊκό. Με τα δικά τους λόγια το έλεγαν κάπως έτσι: «Μακάρι να είχαμε γίνει Αργεντινή (...) Η Αργεντινή πέρασε μια πολύ μεγάλη δυσκολία (...) Πέρασαν όμως μια πολύ μεγάλη δυσκολία και κατάφεραν με αξιοπρέπεια να σταθούν στα πόδια τους» (Αλέξης Τσίπρας, 7 Σεπτέμβρη 2012).